- σηπεδόνα
- σηπεδώνdecayfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σηπεδόν' — σηπεδόνα , σηπεδών decay fem acc sg σηπεδόνι , σηπεδών decay fem dat sg σηπεδόνε , σηπεδών decay fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρέφω — και αττ. τ. ξυντρέφω Α [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον 2. τρέφω συγχρόνως 3. παθ. συντρέφομαι α) ανατρέφομαι μαζί με άλλον β) εκπαιδεύομαι σε κάτι γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («ἐκ νηπίου ἡμῑν… … Dictionary of Greek